- στρέβλωμα
- το, ΝΑ [στρεβλῶ, -ώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή2. στραμπούλιγμανεοελλ.στράβωμα, παραμόρφωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεβλώματα — στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλώματ' — στρεβλώματα , στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc pl στρεβλώματι , στρέβλωμα wrench neut dat sg στρεβλώματε , στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέβλευμα — τὸ, Α 1. στρέβλωμα, στράβωμα 2. μτφ. διαστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ευμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στρεβλεύω] … Dictionary of Greek